σπειρόμετρο

σπειρόμετρο
το, Ν
τεχνολ. όργανο για τη μέτρηση τού βήματος τών σπειρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπείρα + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. σπειρόμετρον, μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Φύσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”